- σφυροκόπηση
- η, Ντο σφυροκόπημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ. σφυροκόπησις, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκρουστήρας — ο 1. σιδερένιο εργαλείο κατάλληλο για σφυροκόπηση σε κοιλότητες, ζουμπάς 2. ο επικρουστήρας τών κυνηγετικών και παλιότερων πυροβόλων όπλων, λύκος, κόκορας … Dictionary of Greek
κεφάλωση — η [κεφαλώνω] η σφυροκόπηση τού άκρου τών καρφιών με σκοπό τον σχηματισμό κεφαλής … Dictionary of Greek
κρότηση — η (Α κρότησις) [κροτώ] χτύπημα, κρούση («σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρών», Πλάτ.) αρχ. σφυροκόπηση … Dictionary of Greek
σμίλη — Κοπτικό εργαλείο, γενικά κατάλληλο για την κατεργασία ξύλου, μετάλλων και λίθων. Αποτελείται από μια χαλύβδινη ράβδο ορθογωνικής διατομής με στρογγυλεμένες ακμές, το ένα άκρο της οποίας έχει σχήμα κοπτικής αιχμής. Χρησιμοποιείται με κρούση στο… … Dictionary of Greek
σφυροτυπία — ἡ, Μ σφυροκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + τυπία (< τυπος < τύπτω «κτυπώ»), πρβλ. ορει τυπία] … Dictionary of Greek
σφυροκόπημα — το, ατος και σφυροκόπηση, η 1. χτύπημα με σφυρί. 2. μτφ., συνεχή πλήγματα εναντίον κάποιου με οποιοδήποτε μέσο: Το σφυροκόπημα του στόχου συνεχιζόταν όλη τη μέρα. – Η κυβέρνηση δέχτηκε στη βουλή άγριο σφυροκόπημα από την αντιπολίτευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)